περίτροπος

περίτροπος
-ον, Α [περιτρέπω]
αυτός που περιστρέφεται, που στριφογυρίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιτρόπου — περίτροπος turned round masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρόπους — περίτροπος turned round masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροπικός — ή, ό, Ν ο εκ περιτροπής, αυτός που γίνεται με κανονική εναλλαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”